- παροτρύναι
- παροτρύ̱ναῑ , παροτρύνωaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροτρῦναι — παροτρύνω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] … Dictionary of Greek